Η Ντόροθι Μπομ (Dorothy Bohm, πραγματικό όνομα Dorothea Israelit) είναι μια Βρετανή φωτογράφος με έδρα το Λονδίνο. Στα έργα της κυριαρχούν κυρίως θέματα όπως η προσωπογραφία, η φωτογραφία δρόμου, η πρώιμη υιοθέτηση του χρώματος στην έγχρωμη φωτογράφιση, οι εικόνες παρμένες από το Παρίσι και το Λονδίνο. Θεωρείται πρέσβειρα της φωτογραφίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Γεννήθηκε το 1924 στο Κένιγκσμπεργκ, σήμερα Καλίνινγκραντ, της τότε Ανατολικής Πρωσίας από γερμανόφωνους γονείς εβραιολιθουανικής καταγωγής. Από το 1932 έως το 1939, έζησε μαζί με την οικογένειά της στη Λιθουανία, αρχικά στο Μέμελ, που ονομάστηκε μετέπειτα Κλάιπεντα, και αργότερα στο Σάουλεν, σήμερα γνωστό με την ονομασία Σιαουλιάι. Το 1939, στάλθηκε στην Αγγλία ώστε να αποφύγει τις διώξεις από τους Ναζί και μαθήτευσε σε οικοτροφείο στο Ντίτσλινγκ του Σάσεξ και μετέπειτα στο Μάντσεστερ όπου ζούσε ο αδερφός της. Στην ίδια πόλη, γνώρισε τον σύζυγό της, Λούι Μπομ, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1945.
Σπούδασε φωτογραφία στο Δημοτικό Τεχνολογικό Κολέγιο του Μάντσεστερ όπου και αποφοίτησε, ενώ έλαβε δίπλωμα φωτογραφίας από το City and Guilds. Εργάστηκε στο εργαστήριο του φωτογράφου Σάμουελ Κούπερ επί τέσσερα συναπτά έτη χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Ντόροθι Αλεξάντερ. Το 1946, άνοιξε δικό της φωτογραφείο με το όνομα Αλεξάντερ, το οποίο διατήρησε έως το 1958 όταν το πούλησε. Έργα της πρώτης περιόδου της ενασχόλησής της με τη φωτογραφία δημοσιεύθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα.
Ο άνδρας της εργαζόταν σε μια βιομηχανία πετροχημικών προϊόντων και η θέση απαιτούσε την χρόνια παραμονή του στο εξωτερικό. Μαζί του ερχόταν και η Ντόροθι να γνωρίσει και να αποτυπώσει με την φωτογραφική της μηχανή τοπία και ανθρώπους από διάφορες πόλεις. Το πρώτο της ταξίδι στο Παρίσι ήταν το 1947, όπου εγκαταστάθηκε από το 1954 έως το 1955. Κατά τη δεκαετία του 1950, έζησε στη Νέα Υόρκη, στο Σαν Φρανσίσκο και στο Χάμστιντ.
Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, εγκαταλείπει την προσωπογραφία για να αφοσιωθεί στη φωτογραφία δρόμου, με κυρίως ασπρόμαυρα μοτίβα. Την πρώτη της έγχρωμη φωτογραφία βγάζει κατά την διάρκεια επίσκεψής της στο Μεξικό. Κατά τη δεκαετία του 1980, πείθεται από τον φωτογράφο Αντρέ Κερτέζ να πειραματιστεί με την έγχρωμη φωτογραφία για ολοκληρωμένα έργα, χρησιμοποιώντας για δυο χρόνια μια Polaroid SX-70. Έπειτα χρησιμοποιεί μη στιγμιαίες φωτογραφικές μηχανές και φιλμ από το 1984, και ένα χρόνο αργότερα, χρησιμοποιεί αποκλειστικά έγχρωμα μοτίβα.
Τα έργα της σύμφωνα με κριτικούς και φωτογράφους, αποπνέουν μια ανθρωπιστική ματιά του βίου των απλών ανθρώπων που με τη έγχρωμη φωτογραφία δείχνουν μια ζωτικότητα και φρεσκάδα πραγμάτων που συχνά παραβλέπονται. Η καταξίωσή της στον κόσμο της τέχνης έρχεται σταδιακά. Το 1969, συμμετέχει μαζί με άλλους δημιουργούς, όπως οι Ντον ΜακΚάλιν, Τόνι Ρέι-Τζόουνς και Έντσο Ραγκατσίνι, σε μεγάλη έκθεση στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης, όπου και πείθουν την επιμελήτρια Σου Ντέιβις να ανοίξουν μια γκαλερί φωτογραφίας στο Λονδίνο, τον χώρο τέχνης The Photographers' Gallery, που άνοιξε τις πόρτες του το 1971 και με την οποία ήταν συνιδρύτρια. Αργότερα μαζί με την Έλενα Κόβατς, ίδρυσε την βραχύβια Focus Gallery for Photography από το 1998 έως το 2004. Οι τελευταίες τις εκθέσεις είχαν ως κύρια πηγή έμπνευσης τη Νότια Αφρική, την οποία επισκέφτηκε το 1974. Τιμήθηκε ως επίτιμο μέλος της Βασιλικής Φωτογραφικής Εταιρείας τον Νοέμβριο του 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου